ανεκμυστήρευτος

ανεκμυστήρευτος
η , ο [ος , ον ] несообщённый, секретный, тайный;

ανεκμυστήρευτη αγάπη — тайная любовь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανεκμυστήρευτος" в других словарях:

  • ανεκμυστήρευτος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν έχει ακόμη ή δεν πρέπει να εκμυστηρευθεί, να ανακοινώσει εμπιστευτικά κάποιος …   Dictionary of Greek

  • ανεκμυστήρευτος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν εκμυστηρεύτηκε, δεν ανακοίνωσε κανείς σε άλλον: Τις σκέψεις και τα συναισθήματά του πάνω στο ζήτημα αυτό τα κρατούσε ανεκμυστήρευτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»